- δεραγχη
- δεράγχηδερ-άγχηἥ шейная петля, силок Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δεράγχη — δεράγχη, η (Α) βρόχος, θηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρη + άγχη < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη)] … Dictionary of Greek
δεράγχας — δεράγχᾱς , δεράγχη collar fem acc pl δεράγχᾱς , δεράγχη collar fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεραγχής — δεραγχής, ές (Α) [δεράγχη] αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο πνιγηρός … Dictionary of Greek